- πολυδουλεία
- πολυ-δουλεία, ἡ,A abundance of slaves, Poll.3.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδουλεία — πολυδουλείᾱ , πολυδουλεία abundance of slaves fem nom/voc/acc dual πολυδουλείᾱ , πολυδουλεία abundance of slaves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδουλεία — και πολυδουλία, ἡ, Α αφθονία δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεία (< δουλευω), πρβλ. ημι δουλεία] … Dictionary of Greek
πολυδουλία — ἡ, Α βλ. πολυδουλεία … Dictionary of Greek